Παιδί εσύ που μεγαλώνεις και ακόμα δεν συγκέντρωσες το νού σου!
Άλλος τούτος ο κόσμος και άλλος ο δικός σου!
Δοχείο είσαι μα με τί γεμίζεις;
***
Ο Φούλης ήταν ένας μικρός ανθρωπάκος.
Είχε χαμένο βλέμμα και πίστευε πως δε θα είναι ποτέ αρκετός.
Ο Φούλης έτρεμε στο "φού" σου.
Ο Φούλης δεν κοιτούσε τους άλλους ποτέ στα μάτια για πάνω από δύο δευτερόλεπτα!
Τόσο είχε μετρήσει ότι αντέχει πριν οι άλλοι μπούν μες στα δωμάτια της ψυχής του.
Ω και φοβόταν τόσο μα τόσο μέσα στα γεμάτα λεωφορεία!
Όταν ακόμα και ένα παιδι τον κάρφωνε με τα μάτια του, αυτός ένιωθε πως θα τον κατασπαράξει.
Ένιωθε πως θα λυγίσει το βλέμμα και το παιδί θα έβλεπε όλους του φόβους του.
Όλους τους φόβους του για τη μέρα, τη νύχτα, την αθωότητα που του κλέψανε, την αγνότητα που προσπαθούσε να χτίσει, για τον κόσμο, για τους φίλους, για τις ερωμένες, για τους συγγενείς, για τη ζωή τη δικιά του και των άλλων...
Τον θάνατο δεν τον λογάριαζε άμεσα, αλλά μάλλον μέσω του τρόμου της ντροπής του.
Άλλωστε όταν οι άλλοι τον παρατηρούσαν για πάνω από μισό λεπτό, ήθελε να ανοίξει η γή και να τον καταπιεί.
Άχ και άν έκανε λάθος κίνηση και κάποιος τον περιγελούσε;!
Ω Τί καταστροφή θα ερχόταν!...
Θα τον βασάνιζε τον Φούλη για πολύ αυτό!
Θα ένιωθε ακόμα πιο μικρός και πιο χαζός.
Ακόμα πιο αδέξιος και ευάλωτος!
Ο Φούλης έβλεπε τους ανθρώπους γύρω του, να περπατάνε καμαρωτά, και να κοιτάνε αγέρωχα!
Τους παρατηρούσε πώς κινούνταν αέρινα στον χώρο και δεν τους καιγόταν καρφί για τη γνώμη, που είχε ο απέναντι για αυτούς.
Πόσο τον γοήτευαν αυτοί οι άνθρωποι τον Φούλη!
Τους κοιτούσε κλεφτά για να μαθαίνει.
Δεν είχε καταφέρει ποτέ του να τους φθάσει.
Ο Φούλης δεν είχε καταλάβει πως αυτή ακριβώς ήταν η παγίδα...
Ο Φούλης είχε τόσα να δώσει..., μα δυστυχώς ήταν τόσο απασχολημένος με τις αδυναμίες του και τις φοβίες του, που τελικά πάντα έπαιρνε, χωρίς να το καταλαβαίνει.
Όταν κάπου κάπου έβλεπε κάποιον άνθρωπο σκυφτό και με ακαθόριστο βλέμμα σαν το δικό του, ένιωθε βαθιά συμπόνια για αυτόν.
Ήθελε να του δείξει, πως να σηκώνει το κεφάλι, πώς να στέκεται και να ξύνεται και να γελά, χωρίς να τον νοιάζει μήπως ένας άπό τους πενήντα επιβάτες σκεφτούν κάτι άσχημο γι' αυτόν!
Τελικά αποφάσιζε να τον αφήσει στην ησυχία του.
Ήταν άλλωστε πολύ πιθανόν να τον περάσει για τρελό.
Πάντα κατέβαινε από το λεωφορείο, νιώθωντας κουρασμένος από τις ματιές των άλλων.
Νιώθωντας τόσο μόνος μες στην πολυπληθή πόλη.
Μια μέρα μέσα στο λεωφορείο, ένας κύριος μαχαίρωσε τον Φούλη.
Τον έβλεπε πολύ συχνά είπε αργότερα να έχει πάντα αυτό το φοβισμένο βλέμμα!
Αυτό το βλέμμα.. λες και θα τον μαχαίρωναν!
Ο κύριος είπε πως ήθελε να βοηθήσει τον Φούλη!
Ήθελε να του δείξει τη διαφορά!
Ήθελε να τον ξυπνήσει από τον κλειστοφοβικό λήθαργό του!
Ο Φούλης χαμογελούσε, όπως έπεφτε.
Ο Φούλης σκέφτηκε πως ο κύριος, δεν ήταν τρελός.
Με μια κίνηση ο κύριος αυτός είχε γυρίσει τον κόσμο του ανάποδα.
Όταν ξύπνησε πια στο νοσοκομείο, δεν ήταν πια ο Φούλης που ήξερες.
Νομίζω πως άλλαξε και όνομα εκείνη τη μέρα.
Χαμογέλασε στην όμορφη νοσοκόμα τόσο φωτεινά και ζεστά, που θα έλεγες πως μέσα σε μιά στιγμή άνθισε το δωμάτιο!
Όταν βγήκε στην πόλη ο αέρας είχε διαφορετική μυρωδιά.
Τώρα ζούσε και χωρίς τους φόβους του.
Τώρα προχωρούσε με το κεφάλι ψηλά, κοιτώντας γύρω του τον κόσμο.
Σαν άλλος του φαινόταν ο κόσμος τούτος!
Για πρώτη φορά ξυνόταν και γελούσε και δεν τον απασχολούσε.
Και όταν ακόμη γλιστρούσε, δεν τον πείραζε πια.
Άκουγε με προσοχή τους φίλους του και αγαπούσε χωρίς ανταλλάγματα.
Έδινε στην ερωμένη του στοργή, μα δεν την αιχμαλώτιζε.
Ήταν ελεύθερος πια και ο ίδιος.
Ο Φούλης, δεν λεγόταν Φούλης πιά, μάλλον λεγόταν Ευτύχης.