Κάθε φορά ερχόμαστε και πιο μακρυά.
Στους κλειστούς μας κόσμους να μείνουμε αποξενωμένοι.
Να καθίσουμε στις θέσεις μας αντικριστά σε απόσταση και να δεθούμε με ζώνες ασφαλείας.
Να αποφύγουμε πτήση, σύνδεση και πρόσκρουση.
Απεγνωσμένα να αιωρήσουμε τα χέρια μπροστά κι ανάμεσα μας, μα να μη βλέπουμε και να μη φτάνουμε.
...Και δε μας φταίει η πόλη. Το όνειρο φταίει που είναι αληθινό.
Μα εδώ δε μοιραζόμαστε το ίδιο νερό.
Μα εδώ δε μοιραζόμαστε το ίδιο νερό.
Σαν να μη είδαμε ποτέ το φως μέσα στα μάτια.
Σαν να μη δρόσισε ποτέ ποτάμι ανάμεσά μας.
Σαν να μη δρόσισε ποτέ ποτάμι ανάμεσά μας.
Άτσαλα, βιαστικά και άτοπα απόπειρες αναβίωσης στη σύγκριση πεθαίνουν.
Κι όσο κι αν θέλω δε θες εσύ. Κι όσο κι αν θες δε θέλω εγώ.
Γιατί και πώς και πότε και για πόσο;
Αναλωθήκαμε στην τέταρτη διάσταση και ταπεινωθήκαμε στη δεύτερη.
Και μια και δυο και τρεις τώρα.
Δε χαμογελάς και δε χαμογελώ γιατί όμορφο δεν είναι...είναι σπασμ-οδικό συγκρατημένο.
Νιώθω τη μήτρα μου να σφίγγει και τα σωθικά κόμπο μες στη βιάση.
Κι αν κάπου κάπου σώμα και ψυχή ανοίγουν να ενωθούν, μια χαραμάδα μοναχά και έπειτα ψύχρα και γκρεμός ανάμεσα.
Δε βγαίνει έτσι το ασκαρδαμυκτί των ψυχών.
Έρημοι μες στη τύφλα μας και λόγια μόνο άρρητα υπάρχουν για το τίποτα.
Δίχως μούστο οι ώρες μας οι τρυγισμένες, οχτώ με δέκα.
Η Περσεφόνη με ένα σπόρο ροδιού δέθηκε άρρητα με τον Άδη.
Δε τρώω σπίτι σου για να μη δεθώ.
Φεύγω προς την κόκκινη βάρκα του ουρανού.
Ναι για το φεγγάρι ομιλώ...
Θέλω το πάθος - όχι να με ορίζει - αλλά τουλάχιστον να φωτίζει το δρόμο.
Δε νιώθεις. Κι εγώ, αρνούμαι ισάξια.
Σαν καραμελίτσα - όχι ευχαριστώ, δε θα πάρω - η απότομη κατανάλωση ζάχαρης, πάντα μου έφερνε βήχα.
Σαν καραμελίτσα - όχι ευχαριστώ, δε θα πάρω - η απότομη κατανάλωση ζάχαρης, πάντα μου έφερνε βήχα.
Στείλτε τους κλόουν, όπως έλεγε ο Σουήτερς, η Μπάρμπαρα κι ένας φίλος...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου